Σε μια εποχή, όπου δυστυχώς σχεδόν το σύνολο των πολιτικών δεν έχει κάτι καινούργιο να πει και κυρίως κάτι το αξιόπιστο, τον λόγο θα πρέπει να παίρνουν οι πολίτες. Οι πολίτες που δεν κάθονται απλά αποχαυνωμένοι στον καναπέ παρακολουθώντας αμέτοχοι τα δελτία των 8, αλλά αυτοί που συμμετέχουν στα κοινά, που παρεμβαίνουν και προσπαθούν για ένα καλύτερο αύριο ανιδιοτελώς, μόνο και μόνο γιατί πιστεύουν αυτό το οποίο κάνουν. Ενας από αυτούς είναι ο Νίκος Τζαβέλλας.
Συνέντευξη στον Χρήστο Κοντό
Δυστυχώς, η πράξη απέδειξε αυτό που λέγαμε από πριν, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει μία ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, ντύνοντάς τη με «αριστερά» περιτυλίγματα, μετατρέποντας πολύ γρήγορα την ελπίδα του κόσμου σε εφιάλτη. Κι αυτό δε συμβαίνει για πρώτη φορά, θυμίζω τη συγκυβέρνηση του 1989 – 1990 στην οποία μετείχε και ο ενιαίος τότε Συνασπισμός (ΚΚΕ – ΕΑΡ), το αποκαλούμενο «βρώμικο ‘89», και τον αντίκτυπο που είχε στην Αριστερά τα χρόνια που ακολούθησαν. Τέτοιου είδους «αριστερές» κυβερνήσεις το μόνο που τελικά καταφέρνουν είναι να στρέφουν τον κόσμο (ιδίως εκείνου του κομματιού που δέχεται «αμάσητα» ό,τι προβάλλουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ), ενάντια στην Αριστερά και να προσθέτουν όπλα στη φαρέτρα των εχθρών της. Όμως, είτε σε κάποιους αρέσει είτε όχι, η Αριστερά του αγώνα, εκείνη που αντιμάχεται στην πράξη και όχι στα λόγια την αδικία, τις βαθιές ανισότητες και τις διακρίσεις που απορρέουν από την ταξική δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι «καταδικασμένη» να πετύχει.
Θεωρώ ότι μια κοινωνία που ηττάται και κυρίως κόσμος που χάνει τα πάντα χωρίς να έχει την αίσθηση ότι έδωσε μάχες, στις οποίες αν μη τι άλλο θα ένιωθε και θα στερέωνε την συλλογική δύναμή του, δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για «διεκδικήσεις». Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι ο λαός μας είναι αδιάφορος, ούτε ότι «βολεύεται» με την κατάσταση αυτή που ζούμε όλοι μας σήμερα, από την περικοπή μισθών και συντάξεων, τους 1.500.000 ανέργους, το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων και την εξοντωτική φοροληστεία όσων απόμειναν, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και την καταστρατήγηση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό που πιστεύω, είναι ότι λείπει η εκείνη η οργάνωση, που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου και θα του δώσει αυτοπεποίθηση και όραμα. Ενός φορέα που θα αποτελείται από κομμάτια του ίδιου του λαού και όχι από ξεπουλημένους συνδικαλιστές και ξενόφερτους ή ουρανοκατέβατους «σωτήρες» και που θα απαντά στο ερώτημα της οργάνωσης και του πραγματικού αγώνα. Και αυτή την αυτοπεποίθηση τη δίνουν οι αγώνες, γιατί μόνο αυτοί οδηγούν σε νίκες, και όχι η θεοποίηση των εκλογών και η λογική της ανάθεσης. Προς την κατεύθυνση αυτή προσπαθεί να συμβάλει και η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. με τις δυνάμεις της και γι’ αυτό ακριβώς η παρουσία της είναι διακριτή στην κοινωνία.
Το ζήτημα είναι για ποιόν θα απογειωθεί η οικονομία; Για το 1% ή για το 99%; Γιατί όσο αφορά το 1% μια χαρά περνάει και τώρα. Για το ποσοστό αυτό η οικονομία έχει κυριολεκτικά απογειωθεί στα χρόνια του μνημονίου. Δεν είμαι οικονομολόγος αλλά γνωρίζω ότι τίποτα δε γίνεται χωρίς πρόθεση, σχεδιασμό και οργάνωση. Τι θέλω να πω; Για να απογειωθεί ένα αεροπλάνο προϋποθέτει ότι πρώτα από όλα το συντηρείς σωστά, ότι πριν τη πτήση κάνεις όλους τους ελέγχους και χαράζεις την πορεία που θα ακολουθήσεις, ότι λαμβάνεις υπόψη σου τον καιρό, ότι υπολογίζεις τα καύσιμα που θα χρειαστείς και άλλα πολλά, όλα όμως πριν την απογείωση. Αν απογειωθείς και δεν τα έχεις κάνει όλα αυτά τότε το παραμικρό πρόβλημα που μπορεί να εμφανιστεί στον αέρα μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή. Πιστεύω ότι αν στα παραπάνω αλλάξετε τα περί της αεροπορίας με τα της οικονομίας τότε θα δείτε ότι για τη χώρα μας και συγκεκριμένα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, η οικονομία θα απογειωθεί μόνο όταν υπάρχει αληθινή πρόθεση για την ευημερία και την ασφάλεια του κόσμου (το 99%), και όχι για τη μειοψηφία αυτής (το 1%). Αλλιώς, έτσι όπως είναι σήμερα η οικονομία στη χώρας μας και έτσι όπως φαίνεται ότι θα είναι στο μέλλον, αν συνεχισθεί η ίδια πολιτική, για το 99% του κόσμου, είναι σαν να με ρωτάτε αν «Πετάει ο γάιδαρος;».
Ξεκίνησα πριν από εννιά περίπου χρόνια το 2007, μετά από προτροπή ενός φίλου με τον οποίο εκπαιδευτήκαμε μαζί. Η εκπαίδευση αυτή μας έγινε από τη σχολή της αερολέσχης Λάρισας, από έμπειρους επαγγελματίες πιλότους. Οι άνθρωποι σε βάζουν σε μία άλλη λογική εντελώς διαφορετική απ’ αυτή της οδήγησης ενός αυτοκινήτου. Μαθαίνεις από την πρώτη κιόλας μέρα ότι όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο έδαφος πριν από την πτήση και μετά από αυτή. Μαθαίνεις να παραμένεις ψύχραιμος ότι κι’ αν σου συμβεί. Μετά από 12 με 15 ώρες εκπαίδευσης ο εκπαιδευτής σου λέει: «και τώρα θα πετάξεις μόνος σου». Η στιγμή αυτή θεωρώ ότι μένει σε όλους τους πιλότους για πάντα χαραγμένη στη μνήμη τους. Η εμπειρία της πτήσης και η ελευθερία που νοιώθεις όταν είσαι στον αέρα, για μένα μπορεί να αποδοθεί μόνο με μία λέξη: «Μαγεία».
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αεροσκαφών και ανάλογα διαμορφώνεται και το κόστος. Συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο τύποι αεροσκαφών αυτοί των ελαφρών και υπερελαφρών τα οποία υπάγονται στην Γενική Αεροπορία, η οποία περιλαμβάνει οποιονδήποτε, κλάδο πτητικής δραστηριότητας που δεν εμπίπτει στις πτήσεις των γνωστών επιβατικών – μεταφορικών αεροσκαφών ή σε στρατιωτικές πτήσεις. Το κόστος για την εκπαίδευση στην κατηγορία των υπερελαφρών ανέρχεται σε 2 με 3 χιλιάδες ευρώ, ενώ για την κατηγορία των ελαφρών από 7 έως και 9 χιλιάδες. Η συντήρηση ενός υπερελαφρού αεροσκάφους ανέρχεται περίπου στα 1000 ευρώ το χρόνο, ενώ τα καύσιμα για μια ώρα πτήσης κοστίζουν περίπου 25 ευρώ. Από όσο γνωρίζω τα άτομα που ασχολούνται από τα Τρίκαλα δεν πρέπει να είναι περισσότεροι από 10, κι’ αυτό θεωρώ ότι συμβαίνει εξαιτίας της έλλειψης ενός πεδίου (αεροδρομίου) από-προσγειώσεων ελαφρών και υπερελαφρών αεροσκαφών, από τον νομό μας (ο μόνος στη Θεσσαλία χωρίς αεροδρόμιο).
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν μιλάμε για ένα κανονικό αεροδρόμιο όπως φαντάζεται κάποιος που δεν γνωρίζει, αλλά για ένα πεδίο απογειώσεων και προσγειώσεων ελαφρών και υπερελαφρών αεροσκαφών με διαστάσεις διαδρόμου 600 – 700 μέτρα και πλάτους 20 μέτρων. Ο διάδρομος μπορεί να είναι από χώμα ή χόρτο. Το κόστος για την κατασκευή ενός τέτοιου είδους αεροδρομίου στον κάμπο του νομού μας δεν ξεπερνά τις 10.000 ευρώ. Το κόστος αυτό είναι αρκετά μικρό συγκριτικά με τα οφέλη που επιγραμματικά είναι: η σημαντική υποδομή για τον Νομό, η επαφή των νέων του νομού μας με ένα αντικείμενο το οποίο τους ανοίγει νέους δρόμους επαγγελματικού προσανατολισμού, η αύξηση του τουρισμού, η εναέρια προστασία σε έκτακτες καταστάσεις (π.χ. έγκαιρη και έγκυρη επισήμανση για δασικές πυρκαγιές, πλημμύρες κ.α.), οι αεροδιακομιδές ασθενών, η δημιουργία σχολών εκπαίδευσης κ.α.
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη περίφημη ομιλίας για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν το 1949, είχε πει: «Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια». Το ρεμπέτικο βρίσκει όλο και μεγαλύτερη απήχηση, γιατί είναι τραγούδι που δε φτιασιδώνεται, δεν τραγουδιέται στις πίστες και στα ψευτογκλαμουράτα ξενυχτάδικα ενός «νάιλον» πολιτισμού που συστηματικά προωθείται από τα ΜΜΕ. Το ρεμπέτικο θέλει παρέα και θέλει ουσιαστική επαφή, θέλει ψυχή. Είναι εκπληκτικό πόσο η νεολαία το ακούει και είναι επίσης εκπληκτικό πόσα νέα παιδιά ασχολούνται με αυτό. Εξάλλου, τα ρεμπέτικα τραγούδια «θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».
Οι δασικοί χάρτες αποτυπώνουν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις στη χώρα μας που κατά το μεγαλύτερο τους μέρος είναι δημόσιες εκτάσεις. Έως σήμερα έχουν συνταχθεί και θεωρηθεί οι δασικοί χάρτες για το 50% περίπου της χώρας μας (συμπεριλαμβανομένου και του νομού μας). Για το υπόλοιπο 50% αναμένεται η σύνταξη τους κατά το αμέσως επόμενο διάστημα. Οι χάρτες που έχουν συνταχθεί και θεωρηθεί έως σήμερα, για να ολοκληρωθούν θα πρέπει πρώτα να κυρωθούν. Δηλαδή, να «αναρτηθούν», ώστε να λάβουν γνώση οι πολίτες για το τι έχει αποτυπωθεί σ’ αυτούς και ανάλογα να υποβάλλουν τις αντιρρήσεις τους ή όχι. Δυστυχώς όμως η πράξη έδειξε ότι όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, «φρενάρουν» την ανάρτηση των δασικών χαρτών και προσπαθούν με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις να νομιμοποιήσουν αρκετούς καταπατητές. Πιστεύω ότι όπως και σε όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρας μας το θέμα της ολοκλήρωσης ή μη των δασικών χαρτών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης.