Του Χρήστου Κοντού
Μια επίσκεψη στα Μετέωρα για πολλούς μπορεί να είναι απλά μια βόλτα, όμως όταν πλησιάζεις ο εκστασιασμός για το πέτρινο δάσος των θεόσταλτων βράχων σε καθηλώνει και αρχίζει να γεμίζει μέσα σου με το μυστηριακό της ίδιας της δημιουργίας τους…
Οι γεωλόγοι έχουν τις εξηγήσεις καταγεγραμμένες, αλλά όμως ποιος θέλει να πιστεύει σε αυτή την αλήθεια και όχι στην ιστορία που γεννά ο νους του καθενός μας αντικρίζοντας όλη τη μεγαλοπρέπεια των μονόπετρων!!!
Η καταχνιά άρχισε σιγά – σιγά να σηκώνεται και τα σύννεφα ίσα που σκέπαζαν κορφές των βράχων και μοναστήρια… φανέρωνε το μεγαλείο της φύσης σε μια απόλυτη γαλήνη, βοηθούμενη και από την απαγόρευση της κυκλοφορίας για τον κορονοϊο, που έκανε τη σιωπή εκκωφαντική…
Ακόμη και αυτός ο… ήχος των φύλλων στο χειμωνιάτικο τοπίο, όπου τα δένδρα ξεγυμνώνονται μπρος στα μάτια του Θεού ήταν πλέον διακριτός. Κάπου – κάπου κάποιο σφυρί μαστόρων που βρίσκονται στα μοναστήρια, έσπαζε τη μονοτονία που ακόμη και οι γάτες που σε καλωσορίζουν στην είσοδο της Ι.Μ. Ρουσάνου, την ασπάζονται και σε πλησιάζουν χωρίς το νιαούρισμά τους. Σε αυτό το μετέωρο μεταξύ ουρανού και γης, εικόνα και θρησκεία απογειώνουν την επιβλητικότητά του, όσες φορές κι αν τα επισκεφθείς. Η Υψηλοτέρα και οι άλλες κορφές των βράχων τείνουν προς τον ουρανό, όπως και η σκέψη των ανθρώπων που ανεβαίνουν σε αυτές ως αναχωρητές, αναρριχητές, προσκυνητές ή επισκέπτες.
«Τα πρώτα ίχνη του μετεωρίτικου μοναχισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων και καλύπτονται από την αχλύ των θρύλων και των παραδόσεων. Όμως οι απαρχές της μοναστικής πολιτείας των Σταγών, όπως ονομαζόταν στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους η σημερινή Καλαμπάκα, μπορούν, με πολύ μεγάλη πιθανότητα, να αναχθούν στον ΙΑ΄ ήδη αιώνα. Φαίνεται πως τότε οι πρώτοι ερημίτες, αψηφώντας με την ακαταγώνιστη δύναμη της πίστης τους και με την αλόγιστη θέλησή τους τ’ αγριοκαίρια και τις καταιγίδες, σκαρφάλωσαν σαν τ’ αγριοπούλια τ’ ουρανού, σαν αετοί στους «φωλεούς» τους και κούρνιασαν στα κοιλώματα και στις σπηλιές των ανεμόδαρτων βράχων, αναζητώντας εκεί την ψυχική τους πληρότητα και λύτρωση: «Τοις ερημικοίς. θείω έρωτι πτερουμένοις, άπαυστος ο θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ούσι του ματαίου εκτός».
Ο πολιτισμός των Μετεώρων, τα έξι μοναστήρια που στέκουν ακόμη στις κορυφές των βράχων (και από το 1988 έχουν ανακηρυχθεί μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO) λειτουργούν προς τα άνω, ιδιαιτέρως η επουράνια ζωγραφική του Θεοφάνη από την Κρήτη, στη μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά.
Οι πρώτοι αναχωρητές γαντζώθηκαν με τα χέρια τους στους βράχους και σκαρφάλωσαν στις κορφές τους αναζητώντας τη γαλήνη που σκορπά στην ψυχή η εγγύτητα με τον ουρανό, με το Θείο. Εκτισαν μοναστήρια και σκήτες και το μονοπάτι προς τα επουράνια λεγόταν Μονή Μεγάλου Μετεώρου, Μονή Βαρλαάμ, Μονή Ρουσάνου, Μονή Αγίας Τριάδας, Μονή Αγίου Στεφάνου, Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά. Το μονοπάτι των αναχωρητών ήταν σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο, ξύλινες σκάλες, ένα δίχτυ ή καλάθι που τα ανέβαζε το βριζόνι (χειροκίνητος ανελκυστήρας) στο μοναστήρι στην κορυφή του βράχου.