ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΜΑΣ ΧΑΡΗ ΜΑΝΤΕΛΟ
«Το νου σας ρεμάλια»! Ποιός δεν θυμάται τη θρυλική πλέον ατάκα που έλεγε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στους 3 γιους του, στην ταινία «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»; Και κάπου εκεί που πνίγεται: «…λίγο νερό, ρε παιδιά, λίγο νερό…», ο μεγαλύτερος γιος του λέει την επίσης θρυλική ατάκα: «Άντε βρε πατέρα να πιεις μόνος σου. Κι άμα θα ´ρθεις, φέρε μου κι εμένα ένα ποτήρι…»!. Η ατάκα αυτή συνοδεύει μέχρι και σήμερα τον εκλεκτό ηθοποιό κ. Παύλο Λιάρο, ο οποίος ξεχώρισε για το υποκριτικό ταλέντο του σε μια πλούσια καριέρα στον κινηματογράφο και στο θέατρο πρωταγωνιστώντας δίπλα σε «ιερά τέρατα» που έγιναν οι μέντορές του, τους αγάπησε βαθιά, τους γνώρισε αληθινά. Στο πρόσφατο βιβλίο του «Συνάντηση στο σημείο μηδέν» αναφέρεται στους σπουδαίους ηθοποιούς Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ρένα Βλαχοπούλου και Γιώργο Φούντα, με τους οποίους συνεργάστηκε στενά, κάνοντας μαζί τους μια «συνέντευξη» σε «άλλη διάσταση» εκεί που παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονται ένα, στο σημείο «μηδέν», δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς τους.
1) Κύριε Λιάρο τι περιλαμβάνει το βιβλίο σας, γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο και γιατί αυτοέκδοση;
Περιλαμβάνει 4 φανταστικές συνεντεύξεις με αυτούς τους αγαπημένους πρωταγωνιστές καθώς και διάφορα γεγονότα που έζησα μαζί τους.
Ο τίτλος του βιβλίου «Συνάντηση στο ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ» είναι μια σουρεαλιστική ιδέα που είχα σε σχέση με τον χρόνο. Είναι το Σημείο που Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον γίνεται Ένα.
Έτσι λοιπόν περνώ από το Παρόν στο Παρελθόν συναντώ τους αγαπημένους μου ηθοποιούς και μου δίνουν ο καθένας μια Συνέντευξη – Κατάθεση ψυχής. Μια συνέντευξη σε Άλλη Διάσταση.
Αυτοέκδοση γιατί ήθελα να έχω την απόλυτη ευθύνη εγώ. Το υλικό που θα χρησιμοποιήσω (φωτογραφίες, δημοσιεύματα κ.α ), το εξώφυλλο αλλά και τον τρόπο παρουσίασης του βιβλίου.
2) Έχοντας ζήσει την χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σας από τότε, είτε ευχάριστες είτε δυσάρεστες;
α.Η γνωριμία μου με τον Γιώργο Φούντα. Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου και γυρίζοντας από το Γυμνάσιο τον βρήκα στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου και οι δικοί μου εκτός από την μητέρα μου δεν ήθελαν να πάω για ηθοποιός. Εγώ τους εκβίαζα ότι θα έφευγα για έξω κι έτσι ο πατέρας μου πήγε και βρήκε τον παλιό του φίλο και τον έφερε για να έχει μια υπεύθυνη γνώμη. Ο πατέρας μου είχε βάλει όρο «Μόνον αν ο Γιώργος εγκρίνει θα πας για ηθοποιός». Ο Γιώργος μου έδωσε ένα μονόλογο και δυο ποιήματα, μου τα έπαιξε και μετά δύο μήνες όταν τα άκουσε από μένα με αγκάλιασε και είπε «αυτόν τον αναλαμβάνω εγώ. Είναι δικός μου». Έκανε σαν τρελλός. Κι έτσι έγινα ηθοποιός και πήγα στη Δραματική Σχολή.
β. Μια άλλη στιγμή που δεν την ξεχνώ ποτέ ήταν στην ταινία «Οι Σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω», όταν τρέχοντας με το άλογο εκείνο γλίστρησε, εγώ έφυγα από πάνω του και κάνοντας δυο τούμπες στον αέρα προσγειώθηκα στο χωράφι δίπλα από το μονοπάτι. Η ακίς του στοχάστρου από το όπλο που έφερα στην πλάτη μου είχε κάνει ένα τραύμα τόσο βαθύ στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου που χρειάστηκαν εφτά ράμματα χωρίς αναισθησία σ’ ένα ιατρείο στο Κιάτο. Εκείνη την εποχή (1967) οι συνθήκες στην ιατρική στην επαρχία ήταν πρωτόγονες. Δεν έβγαλα ούτε άχνα. Είχα ένα μαξιλάρι μόνο στο στόμα που το δάγκωνα και το έκανα κομμάτια. Ο γιατρός που μου έκανε τα ράμματα με κοίταξε λες και ήμουνα από άλλο πλανήτη . «Συγχαρητήρια φίλε… Αυτό δεν τόχω ξαναδεί… Μπράβο… Είσαι πολύ δυνατός».
γ. Οι εξετάσεις για την Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν. Είχα πει το πρώτο ποίημα το «Σαν Παραμύθι» του Γρυπάρη κι έλεγα το μονόλογο του Ρωμαίου στο μπαλκόνι. Απέναντι μου ο Κουν, ο μεγάλος ιστορικός του θεάτρου ο Γιάννης Σιδέρης, ο Χατζημάρκος και ο Λαζάνης ηθοποιοί του θεάτρου Τέχνης και καθηγητές στη Δραματική Σχολή. Σε κάποια στιγμή από το τρακ έχει κολλήσει η γλώσσα στον ουρανίσκο και δεν μπορώ να μιλήσω. Ζήτησα νερό, μου έδωσε ο Σιδέρης και συνέχισα. Το τελευταίο κομμάτι ήταν ο Τάκης Πλούμας του Μαλακάση το αγαπημένο ποίημα του Γιώργου Φούντα. Στον τελευταίο τετράστιχο σπάει το δάκρυ στο μάτι μου και τρέχει… «Πόσον καιρό το κάνετε πρόβα αυτό το ποίημα;» μου λέει ο Λαζάνης. Μου το έδειξε ο Κύριος Φούντας μια φορά του απαντώ. «Αυτό πρέπει να το έχετε κάνει τουλάχιστον έξη μήνες πρόβα», λες και το δάκρυ δεν ήτανε θέμα ευαισθησίας αλλά χρειαζότανε πολλές πρόβες για να το βγάλεις. Κάτι ήθελε να πει… Κάποια εξυπνάδα γιατί αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε πολύ τις δικές του ικανότητες και το δικό του ταλέντο
δ. Δυο άλλα γεγονότα που με συγκλόνισαν, ο θάνατος του βιολογικού πατέρα και ο θάνατος του πνευματικού μου πατέρα, του Γιώργου Φούντα.
3) Εδώ και σχεδόν 35 χρόνια απέχετε από εμφανίσεις στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Είναι συνειδητή αυτή η αποχή, θεωρείτε ότι είτε ως ηθοποιός είτε ως σεναριογράφος δεν σας εκφράζουν τα σύγχρονα δεδομένα ή θα το θέλατε αλλά δεν σας έγιναν κάποιες προτάσεις;
Στην αρχή της καριέρας μου ήμουνα μόνο ηθοποιός. Μετά άρχισα να διορθώνω τους διαλόγους τους δικούς μου στα σενάρια που έπαιζα, μετά άρχισα να γράφω σενάρια για τον κινηματογράφο. Μετά έγραψα Σειρές για την Τηλεόραση, Διασκευές σε Μυθιστορήματα για την Τηλεόραση και Θεατρικών Έργων για την Τηλεόραση. Έπειτα άρχισα να σκηνοθετώ, να κάνω δικές μου παραγωγές. Οπότε είχα πρόβλημα… Ποιος σκηνοθέτης θα έπαιρνε για ηθοποιό ένα σκηνοθέτη. Ποιος συγγραφέας θα ζητούσε σ’ έναν συγγραφέα να παίξει σαν ηθοποιός στο έργο του ή ένας παραγωγός σ’ έναν παραγωγό και ηθοποιό να παίξει στην παραγωγή του. Εγώ δεν πήγα ποτέ να χτυπήσω πόρτες. Ποτέ δεν ζήτησα δουλειά από κανέναν. Δεν έκανα θεατρικές παρέες από το σινάφι για να είμαι στο κύκλωμα. Έκανα παρέα αυτούς που έκανα κέφι εγώ κι ας ήτανε ένας απλοί άνθρωποι.
Ασχολήθηκα με Εμπορικές Επιχειρήσεις κατά βάση και στο τέλος με Θεατρικές Επιχειρήσεις ανεβάζοντας και σκηνοθετώντας έργα κλασικών δημιουργών διασκευασμένα από εμένα.
4) Ποιος είναι ο κινηματογραφικός σας ρόλος που ξεχωρίζετε και με ποιους από τους σκηνοθέτες και συμπρωταγωνιστές σας θα θυμάστε υπερήφανα την συνεργασία σας;
Ο ρόλος μου στην «Κραυγή» του Νίκου Φώσκολου σε σκηνοθεσία Κώστα Ανδρίτσου κι ενώ ήμουνα μαθητής στην Δραματική Σχολή. Προκαλώ να μου βρουν ηθοποιούς του Ελληνικού Κινηματογράφου που να έχουν πάρει τέτοιες κριτικές σε μια εποχή που οι κριτικοί του Ελληνικού Κινηματογράφου έγραφαν τα χειρότερα. Έχυναν φαρμάκι.
Ένας άλλος ρόλος μου που θα έκανε εντύπωση ήτανε στις «Σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» αλλά το μεγαλύτερο μέρος κόπηκε στο μοντάζ γιατί είχα έρθει σε ρήξη με τον Φώσκολο. Εκ των υστέρων απεδείχθη ότι ο ρόλος μου στην ταινία «Ο Στρίγκλος που έγινε Αρνάκι» ήταν ο πιο επιτυχημένος Κινηματογραφικά μια και η ταινία σχεδόν κάθε μήνα ακόμα και σήμερα θα προβληθεί από κάποιο κανάλι, κι όλοι με αναγνωρίζουν σαν τον γιο του Κωνσταντάρα. Τον φοιτητή της Ιατρικής. Τον γιατρό.
Όπως και με την Ρένα Βλαχοπούλου στο «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός» που τη μαθαίνω σκι και πιστεύει ότι θέλω να την παντρευτώ, αλλά εγώ της φέρομαι ευγενικά γιατί αποβλέπω στην κόρη της την Μπέτυ Λιβανού.
Από τους σκηνοθέτες που συνεργάστηκα ξεχωρίζω τον Αλέκο Σακελλάριο κι από πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα στον Κινηματογράφο και στο Θέατρο τον Λάμπρο Κωνσταντάρα που μαζί του έμαθα πως παίζεται η κωμωδία, την Έλλη Λαμπέτη, την Μάρω Κοντού, την Αντιγόνη Βαλάκου …
5) Τι σας οδήγησε στην υποκριτική τέχνη και τι πιστεύετε ότι σας έχει προσφέρει;
Η επιτυχία που είχα στις γυναίκες. Ήτανε η εποχή του Ροκ εντ Ρολ κι εγώ – απ’ ότι λένε – ήμουνα ένας από τους καλύτερους. Σε κάθε πάρτι τα τηλέφωνα από τις θαυμάστριες αρκετά. Και σκεπτόμουνα βλέποντας τις αντιδράσεις από τις γυναίκες « Τι έχει ο Μπάρκουλης και ο Κακαβάς περισσότερο από μένα; Αυτοί οι δυο ήτανε εκείνη την εποχή που λάτρευαν τα κορίτσια. Θα γίνω ηθοποιός. Βέβαια όταν μπήκα στη Σχολή όλα άλλαξαν. Ερωτεύτηκα το Θέατρο και κυρίως τον Κινηματογράφο. Έχω καταναλώσει ατέλειωτες ώρες παρακολουθώντας στα στούντιο μοντάζ, μιξάζ, τα πάντα.
Γνώριζα για τον Κινηματογράφο τα πάντα. Από την στιγμή που ξεκινάει η προετοιμασία πάνω στο σενάριο μέχρι τη στιγμή που βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες.
6) Πώς βλέπετε την κατάσταση στον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα; Ταινίες όπως π.χ. του κ. Λάνθιμου που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ σας εκφράζουν ή όχι;
Δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα τις Ελληνικές ταινίες. Τα τελευταία 20 χρόνια αυτή που πραγματικά θεωρώ καλύτερη ταινία ήτανε η «Πολίτικη Κουζίνα». Η επόμενη που γύρισε ο ίδιος σκηνοθέτης ήταν αποτυχία. Μια άλλη που θυμάμαι μου είχε αρέσει – την είχα δει πριν χρόνια στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – ήτανε το «Εκτός Εποχής». Μου άρεσαν και οι δυο τελευταίες ταινίες του Παπακαλιάτη. Η μία ιδιαίτερα – Δεν θυμάμαι αν είναι η πρώτη ή η δεύτερη – μου άρεσε πολύ. Ο κινηματογράφος του Λάνθιμου δεν με εκφράζει. Είχα δει την πρώτη του και δεν σκοπεύω να δω την δεύτερη.
Σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο να κάνει κανείς κινηματογράφο. Το κόστος σε σύγκριση με το 60-70 είναι αφάνταστα πιο χαμηλό. Έχεις δυνατότητες να κάνεις πράγματα που στο παρελθόν θα φαίνονταν αδιανόητα. Τα πάντα ακόμα και στον κινηματογράφο τα λύνει ο υπολογιστής και οι πολύπλοκες δυνατότητες του. Το μόνο που δεν μπορεί να σου δώσει είναι Έμπνευση και Ψυχή.
Αυτά υπάρχουν μόνο στον Δημιουργούς… Κι αυτοί απ’ ότι βλέπω σπανίζουν… για να μην πω απουσιάζουν.