Από το «Τρίκαλα, γενέτειρά μου»
«Είναι απόγιομα, αρχίζει εσπερινός και τα καμπαναριά, ένα μετά απ’ τ’ άλλο αρχίζουν να χτυπούν τον κόσμο να καλούν, όπως παλιά, πάλι γλυκά ηχούν.
Απλές, γιομάτες απ’ αγάπη εκκλησιές, καλώντας
το μικρό και άκακο λαό να μαζευτεί
κι εκεί μαζί να διατυμπανίσουν χαρές και πανηγύρια.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις γιορτές που διατράνωναν
την παρουσία τους με διάφορες μορφές,
πολλές απ’ αυτές με τον άρχοντα της πόλης γελαστό,
καλοσυνάτο και φιλότιμο, καταδεχτικό και πλούσιο
με την απλοχεριά του, ντυμένος με τα στολίδια
που δείχνανε την καρδιά του, να φτάνει να μοιάζει
με τους Θεούς της εποχής, να πίνει τσίπουρο
ή να παίζει ντόμινο με τους πολίτες
κάτω απ’ το ξεπλυμένο λαμπόγυαλο του καφενέ
συζητώντας, καθώς και με τον γέροντα κάποιας
εκκλησιάς, που στο πρόσωπό του μεγαλουργούσε
το κάτασπρο κι αραχνοΰφαντο φτερό της ειρήνης,
της αγάπης και της αρετής, για να ακολουθήσουν
στη σειρά σαν Εύζωνοι καμαρωτοί του τόπου
οργανοπαίχτες και τραγουδιστές,
που να ζηλεύουν τις φωνές τους ακόμα και τα αηδόνια.
Κάμποσοι άλλοι που κρατούσαν απ’ τα βλαχοχώρια,
έχοντας πάνω τους τις ανεξίτηλες ζωγραφιές της φύσης
και ξοπίσω τους να χύνονται οι μικρές ανθρωποστρατιές,
με τα σημάδια της χαράς και της αγάπης
και να περνάνε στη σειρά στο γιορτινό ξεκίνημα
της Πρωτοχρονιάς.
Να μαζεύονται άντρες και γυναίκες στις φτωχικές
κάμαρες, στα παλαμισμένα με τέχνη πατώματα
ή άλλα πάλι με ένα πεταχτό και με πολύ χαλίκι τσιμέντο, να πέφτουν τα ζάρια και να χάνονται μεθυσμένα στις τρύπες του δαπέδου, πότε να ζωγραφίζεται πάνω τους η τύχη και άλλοτε η γκίνια, δημιουργώντας μια χλαλοή της στιγμής, έτσι, για να κρατήσουν τα νυσταγμένα μάτια των γυναικών ανοιγμένα.
Το τσιπράκι έδωνε δύναμη στην ψυχή και καρδάμωνε τα νεύρα, το καφεδάκι για τα κουρασμένα απ’ το κυνηγητό της δύσκολης ημέρας βλέφαρα, το λουκουμάκι,
το σπιτικό γλυκό που γλυκαίνει τα ελαφρότερα βάσανα της εποχής και με τέτοια μεράκια φτιαγμένο που να μη μπορεί να το ξεφύγει ο ξεδοντιάρης παππούς
κι οργανωτής αυτής της βραδιάς
Το γκαζοκάντηλο ή ένα λαμπόγυαλο που σιγανάσανε
στη θαλπωρή που ξεχύνονταν με θέρμη απ’ το
καλοταϊσμένο τζάκι που κροτάλιζε καταβροχθίζοντας,
απ’ τη μεγάλη πίεση του «Καλαμπακιώτη»,
κούτσουρα και κρύο, αντικαθιστώντας κάποιους
πολυέλαιους, της μοναδικής λέσχης των αρχόντων
της πόλης.
Κάπου στις δυο τα μεσάνυχτα, άκουγες να γίνεται
η αλλαγή της τύχης, να βγαίνουν οι φωνές έξω
στα παγωμένα καλντερίμια της γειτονιάς,
εκεί που κρέμονταν σαν ξεσχισμένοι μπακαλιάροι
τα κρύσταλλα και κείνος, ανάθεμα, ο «Καλαμπακιώτης»,
θεριό ο σκύλος, να ακούγονται και να περνούν
τρομαγμένα κοπάδια από χηνάρια στον άσπρο ουρανό,
που όπως πήγαιναν προς το νοτιά,
κάνανε ένα τεράστιο «v», σημάδι που έλεγε
πως θα ’ρθουν κι άλλα χιόνια,
να ραπίζει ανελέητα με την κρύα του ανάσα
τα σκαμμένα πρόσωπα των παιχτών και κάμποσα
νωρίς γερασμένα, άλλαζαν, λοιπόν, στέκια και πήγαιναν
απ’ της κυρά-Αθηνάς στου μπάρμπα-Χρήστου,
προσδοκώντας κάποιες δραχμές, έτσι, δηλαδή,
για το καλό της χρονιάς.
Κι άλλοι ξεχνώντας τον αναθεματισμένο Ρήγα
ή εκείνα τα διαβολεμένα ντόρτια που λούφαζαν
φοβισμένα στο δάπεδο αφού κάναν τη ζημιά,
καλωσόριζαν το νέο χρόνο τσουγκρίζοντας ποτήρια.
Η Αποκριά έφερνε το δικό της παράξενο μασκαρεμένο της ξεφάντωμα, που πάλι εκείνοι οι απλοί, λούστροι
με τα δάχτυλά τους πάντα βερνικωμένα παίζοντας ένα ρόλο ανύπαρκτο, οι άλλοι που τρυπούσαν τη γη
να βρούνε νεράκι ή ν’ αδειάζουν τους αποπάτους
και να ’ναι πάντα λασπωμένοι, κάμποσοι καρεκλάδες, λαχειοπώληδες και άλλοι, ήταν οι οργανωτές
που μοίραζαν το γέλιο τόσο πολύ,
που μαργαριταρένιες κρυσταλλίδες έκαναν τα μάτια
να βλέπουνε θαμπά, χάριζαν την απλοχεριά τους
σε όλη την πόλη με την τσουβαλένια καμήλα
με τα ανθρώπινα πόδια και την χορταρένια ουρά,
για ν’ αποκορυφώσουν το ξεφάντωμα της γιορτής
φτάνοντας στα σκούρα και τεράστια πόδια των
Μετεώρων, στο γραφικό, σαν ψεύτικο, Καστράκι
και Καλαμπάκα, νυφούλες των Τρικάλων.
Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με ποδήλατα,
γεύονταν απερίφραστα και αχόρταγα την τεράστια
δεντροστοιχία, που ξεκινούσε απ’ το κοιμητήρι,
για να απλωθεί χιλιόμετρα μακριά,
σαν μια καταπράσινη λαμπάδα.
Ω Θεέ! Τέτοια ομορφιά μόνο στα παραμύθια βρίσκουν
οι άνθρωποι! Κι ακόμα να ζαλίζεται κι ο ήλιος,
σπάζοντας τα μούτρα του στις τρεις εποχές,
ν’ αγωνίζεται να περάσει τις ματιές του στις παχιές
φιλόξενες φυλλωσιές, τις γιομάτες από τζιτζίκια
και σπουργίτια που ήταν όλο χαρές…
. . . (Από την Ποιητική Συλλογή:
«Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή»
Βάιος Φασούλας