ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 4ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ» ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
H Διεύθυνση και ο Σύλλογος Διδασκόντων του 4ου Γυμνασίου Τρικάλων «Γιώργος Σεφέρης» εκφράζει τα θερμά του συγχαρητήρια στις μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου του σχολείου μας Κύργια Έλενα, που πήρε το 3ο Βραβείο, με το διήγημα «Συντροφιά μου» και στη μαθήτρια Νταμάτη Ιωάννα, που πήρε Τιμητικό Έπαινο Διάκρισης με το διήγημα «Μια γεύση αληθινής ζωής», στον 1ο Διαγωνισμό Διηγήματος Μικρής Φόρμας.
Ο διαγωνισμός διοργανώθηκε από τη Δ/νση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Τρικάλων, διά του γραφείου Σχολικών Δραστηριοτήτων και με πρωτοβουλία του 6ου Γυμνασίου Τρικάλων, για τους μαθητές των Γυμνασίων της περιοχής μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μαθήτριες διακρίθηκαν ανάμεσα σε 150 μαθητές από όλα τα σχολεία του νομού μας που πήραν μέρος στο διαγωνισμό. Ευχόμαστε στην Έλενα και στην Ιωάννα να είναι πάντα δημιουργικές και η έμπνευση να τις συνοδεύει σε όλη την πορεία της ζωής τους.
Συντροφιά μου
της Κύργια Έλενας
Άπλωσε το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί. Το χέρι του Μπαράν έτρεμε, το πρόσωπο του ήταν χλωμό και η εξάντληση ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ο Άρης τον στήριξε στους ώμους του και τον μετέφερε στο παγκάκι. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κάθισε δίπλα του, του πρόσφερε νερό και μοιράστηκε μαζί του το κουλούρι του.
– Άρης, είπε.
– Μπαράν, αποκρίθηκε εκείνος.
Μια μικρή παύση ακολούθησε. Ο Μπαράν κάρφωσε τα μάτια του στο έδαφος, ενώ ο Άρης αναζητούσε ένα βλέμμα του, ένα βλέμμα που θα τον βοηθούσε να δει τι κρύβεται βαθιά στο μυαλό και την ψυχή του. Ο Μπαράν όμως ήταν πολύ διστακτικός μαζί του. Η ώρα πέρασε. Ο Άρης σηκώθηκε όρθιος και καθώς απομακρυνόταν φώναξε :
– Ήρθε η ώρα να φύγω. Θα σε δω αύριο φίλε μου.
– Ευχαριστώ, για ΟΛΑ, είπε ο Μπαράν.
Ο Μπαράν δεν μετακινούνταν συχνά από αυτό το σημείο – βλέπεις η αναπηρία στο πόδι του δεν του το επέτρεπε – επέλεγε να κάθεται εκεί γιατί απολάμβανε τη δροσιά του Ληθαίου που ανταγωνιζόταν την κάψα του ήλιου. Ο Άρης περνούσε καθημερινά από τη γέφυρα και παρατηρούσε τον Μπαράν. Ποτέ όμως δεν τον πλησίασε. Μέχρι σήμερα, που τον είδε λιπόθυμο, σωριασμένο στο έδαφος. Όταν τον πλησίασε και τον βοήθησε να συνέλθει αντίκρισε τα μάτια του βυθισμένα στο κενό και απ’ το στόμα του πάλευε να βγει αυτή η λέξη, ΠΕΙΝΑΩ!
Τις επόμενες ημέρες ο Άρης δεν εμφανίστηκε. Ο Μπαράν περίμενε, η καρδιά του όμως όχι. Ξημερώματα Τετάρτης άφησε δίπλα μου την τελευταία του πνοή. Στις εφημερίδες γράφτηκε: «Νεκρό βρέθηκε δεκάχρονο αγόρι Συριακής καταγωγής δίπλα στο άγαλμα του Ασκληπιού». Είκοσι χρόνια τώρα, στη γέφυρα αυτή τα μάτια μου έχουν δει πολλά. Στα Τρίκαλα είμαι γνωστός, ως Ασκληπιός, Θεός και θεραπευτής στα χρόνια του Ομήρου. Παρότι σιωπηλός και από χαλκό ζωσμένος, πληγώθηκα και έκλαψα βουβά, έχασα τη συντροφιά μου. Η απώλεια του Μπαράν στάθηκε αφορμή για μια βαθιά ρωγμή στο στιβαρό μου στήθος.
Μια γεύση αληθινής ζωής
της Νταμάτη Ιωάννας
Άπλωσα το χέρι και τη βοήθησα να σηκωθεί. Εκείνη ήδη ταξίδευε στις ουτοπίες της, δεν είχε πια την αίσθηση του παρόντος. Με τη σύριγγα ακόμα στο χέρι και το βλέμμα χαμένο κάπου στο άπειρο. Θα έλεγε κανείς πως ήταν μάταιο να ασχοληθείς μαζί της, μα εγώ πάντα ήμουν από αυτούς τους «αφελείς» που έχουν την τάση να πιστεύουν στους ανθρώπους.
Την κοίταξα πιο προσεκτικά. Εστίασα πίσω από τα χιλιοτρυπημένα χέρια της, πίσω από τα σκισμένα της ρούχα και το κλαμένο της πρόσωπο. Έμεινα να κοιτάζω τα μάτια της… Κι ύστερα τα χείλη της, που έσταζαν μια πίκρα βουβή. Ένα πρόσωπο αγνό και όμορφο πίσω από τη σκιά της απελπισίας. Και ένας άνθρωπος αδύναμος που δεν είχε όση ψυχή χρειάστηκε για να αντέξει. Διάολε! Κανείς δεν άξιζε τέτοια ζωή.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ορκίστηκα πως θα την έσωζα. Η κοπέλα που βρισκόταν μπροστά μου, με μάτια μισότρελα από την ηρωίνη άξιζαν μια ευκαιρία για την ελευθερία. Η προκατάληψη και το στίγμα που έχουν ριζωθεί βαθιά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων θα είχαν κάνει τον κάθε περαστικό να γυρίσει το κεφάλι. Εγώ, όμως, είχα από φυσικού μου αυτό το πάθος με τη ζωή και τους ανθρώπους.
Συνειδητοποίησα πως της κρατούσα ακόμα το χέρι. Με κοιτούσε τρομαγμένη και η εικόνα μου φάνηκε αστεία για μια στιγμή. Δύο ξένοι πιασμένοι χέρι-χέρι σαν παλιά φιλαράκια που συναντήθηκαν μετά από χρόνια σε ένα στενό της Πλάκας. Σε κάποιο από εκείνα τα ασήμαντα στενά που μπορείς μέσα σ’ ένα βράδυ να χορέψεις, να μεθύσεις, να βρεις τον έρωτα της ζωής σου, να δώσεις το χέρι σου σε κάποιον που αφέθηκε στην μοίρα του…
Ναι! Ήμουν βαθιά ανθρώπινος και εκείνη τόσο εύθραυστη! Και η στιγμή πολύτιμη για να σταθούμε σε ένα βλέμμα.
– Πώς σε λένε;, της είπα.
– Ζωή
– Λοιπόν Ζωή, η ζωή είναι ένα παιχνίδι με αρχή, τέλος, εμπόδια και πολλή μαγεία. Πάμε;
– Πού;
– Στην αφετηρία φυσικά!
Το «και ζήσανε αυτοί καλά» γράφεται μετά από πολλές πολλές σελίδες…
Και κάπως έτσι οι σκοτεινές μέρες τελείωσαν και άρχισαν τα όνειρα.