«Χαμένοι χρόνια στην ξενιτιά των λέξεων», μοιραία, μαθαίνουμε να νοσταλγούμε και να θυμόμαστε, έτσι που η μνήμη γίνεται το σπουδαιότερο εργαλείο για τον συγγραφέα ο οποίος προσπαθεί να βάλει τάξη σ’ αυτή την τεράστια γραφειοκρατία εντός του και με τη βοήθεια των λέξεων και της απαραίτητης δόσης μυθοπλασίας, να τη συμμαζέψει και να τη μετουσιώσει σε ελκυστικές ιστορίες – εφόσον βέβαιη η ζωή, εκτός από μνήμη και φαντασία, έδωσε και το σαράκι της γραφής.
Γινόμαστε χρεώστες απέναντι στη μνήμη. Γράψτε λοιπόν προστάζει, κι αν δεν θυμάστε, κατασκευάστε αναμνήσεις. Η συγγραφή είναι κυρίως μια πράξη μνήμης, όχι απαραίτητα ως καταγραφή της δικής μας ζωής (αυτό είπαμε ότι μπορεί να είναι ψωνίστικο), όσο ως μια προσπάθεια αποτύπωσης με λέξεις της εντύπωσης που μας δημιουργεί ο κόσμος γύρω μας: ποια αίσθηση μας άφησε εκείνος ο καλοκαιρινός έρωτας, τι το ασυνήθιστο έχουν οι κινήσεις εκείνης της γυναίκας, τι αναμνήσεις μου ξύπνησε εκείνο το άρωμα που μύρισα στο λεωφορείο… Λένε πως οι θύμησες που έχουμε μέχρι τα είκοσί μας χρόνια, είναι αρκετές για να γράψουμε ένα σωρό ιστορίες!
Ονειρευτείτε (κυρίως με μάτια ανοιχτά) κι αναπολήστε (αυτό γίνεται με μάτια κλειστά). Αυτή η νοσταλγία που επιχειρεί ο συγγραφέας, δεν αποσκοπεί τόσο σε ένα «πριν», αλλά κυρίως σε ένα «κάπου» στο οποίο «εγώ ήμουν αλλιώς», ή «κάτι με έκανε αλλιώς».