Το Πετραδάκι
Στάθηκε στη μέση του δρόμου. «Είμαι πολύ κουρασμένος. Θέλω να τελειώσουν όλα» σκέφτηκε.
Περπατούσε πολλή ώρα. Έβρεχε. Είχε ξεχάσει το μπουφάν στο γραφείο και κρύωνε αλλά δεν τον ένοιαζε τόσο. Όλα του φαίνονταν βαριά, ακόμη και η βέρα του. Ήθελε να εξαφανιστεί. Κάθισε σε ένα παγκάκι. Ο κυρ Γιώργης από το παντοπωλείο του έγνεψε αλλά τον αγνόησε. «Είμαι χαμένος» μουρμούρησε. Δάνεια, τα φροντιστήρια των παιδιών, λογαριασμοί ένα σωρό, άλλοι απλήρωτοι εδώ και μήνες. Στο σπίτι η Μαρίκα όλο γκρίνια. Μια κόλαση ζούσαν τον τελευταίο καιρό. Τσιρίδες, καυγάδες, εκείνος στον καναπέ και η Μαρίκα από πάνω του με τα μπικουτί και μια παντόφλα στο χέρι να τον απειλεί πως θα τον χωρίσει. Τι βάσανο αυτή η γυναίκα!
Σηκώθηκε και άρχισε πάλι να περπατάει. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Ζαλισμένος από τις σκοτούρες έπεσε πάνω σε μια κυρία που πήγαινε βόλτα το σκύλο της. Τον κοίταξε περίεργα και έφυγε βρίζοντας. Ένιωθε σαν να τον έτρωγε το σαράκι σιγά σιγά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά κάτι τον ενοχλούσε στο παπούτσι του. Το έβγαλε. Ένα πετραδάκι ήταν τελικά. Έβγαλε και το άλλο παπούτσι, τα πέταξε στο δρόμο και ξυπόλυτος συνέχισε το δρόμο του.
Παράλληλος κόσμος
Χτυπά το ξυπνητήρι. Σηκώνεται, ετοιμάζεται σκουντουφλώντας και με μισόκλειστα μάτια παίρνει το λεωφορείο για την δουλειά. Ένα συνηθισμένο δρομολόγιο. Ίδια πρόσωπα, οικεία, ανέκφραστα. Στο γραφείο δουλειά, λίγο κουτσομπολιό, ξανά στο λεωφορείο.
Κοιτάει αδιάφορα από το παράθυρο. Ξάφνου βλέπει μια γυναίκα να καθρεπτίζεται στο τζάμι και να βάφει επιμελώς τα χείλη της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Εξαφανίστηκε. Ένιωσε ανατριχίλα. Μα ήταν σίγουρη. Ίσως φταίει η κούραση, σκέφτηκε.
Έφτασε σαββατοκύριακο επιτέλους. Το πρωί ψώνια με την κολλητή, φαγητό σ’ ένα γωνιακό ταβερνάκι. Σπίτι πάλι. Βάζει τον Pepper στο ράδιο, φτιάχνει καφέ, κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρό και βυθίζεται στο σταυρόλεξο. Είχε όμως κάτι περίεργο αυτό το σταυρόλεξο. Πάει να γράψει στα κουτάκια και η λύση εμφανίζεται από μόνη της. Το ράδιο δεν ακούγεται πια. Δεν μπορεί. Η φαντασία της θα ήταν.
Πάει στο μπάνιο ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Κοιτάζει τον καθρέφτη και βλέπει έναν άντρα να ξυρίζει το μουστάκι του. Τρομοκρατημένη τρέχει στην κρεβατοκάμαρα. Τι της συμβαίνει;
Γυρίζει στο σαλόνι σαστισμένη. Σκοντάφτει και ρίχνει τον καφέ. Τρέμει ολόκληρη. Παίρνει την σφουγγαρίστρα και καθώς την στριφογύριζε στο πάτωμα, βλέπει μια γάτα ανάποδα να την κοιτάει επίμονα. Πάει πάλι στο μπάνιο. Αυτή την φορά κοίταξε το καθρέφτη υπνωτισμένη. Τώρα βλέπει μια νεαρή κοπέλα να χτενίζει τα μαλλιά της. Νιώθει το βλέμμα της να την παρακολουθεί. Σπάει τον καθρέφτη. Τα πολλαπλά είδωλα χαμογελούν περιπαικτικά μέσα από τα σπασμένα γυαλιά.
*Η Μαρία Νικητοπούλου είναι καθηγήτρια Γαλλικών
Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.