Μόλις έπεσε το σκοτάδι στη γειτονιά άρχισαν να παίζουν κρυφτό. Τα φύλαγε πρώτος. Γύρισε την πλάτη κι ακούμπησε το μέτωπο στον τοίχο. Έβαλε τα χέρια στα μάτια του και ξεκίνησε το μέτρημα μέχρι το εκατό. «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι….Φτου και βγαίνω! Όποιον βρω θα τα φυλάξει! Από πίσω μου δεν έχει!»
Ήταν ατσίδας στο κρυφτό. Είχε μελετήσει όλες τις κρυψώνες και τους έβρισκε όλους στο πι και φι! Εκείνον δεν κατάφερναν ποτέ να τον βρουν κι έβγαινε πάντα νικητής. Τον παρακάλαγαν οι φίλοι του να μαρτυρήσει το μέρος που κρυβόταν μα εκείνος το κρατούσε μυστικό. Μοιραζόταν τα πάντα μαζί τους εκτός απ’ αυτό. Είχε αφιερώσει πολύ χρόνο μέχρι να ανακαλύψει την τέλεια κρυψώνα: μια κουφάλα στον κορμό ενός γεροπλάτανου που ίσα ίσα χωρούσε μέσα της. Δίπλα ακριβώς ήταν ένα μαντρί που το φύλαγαν κάτι άγρια τσομπανόσκυλα. Αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα. Μα βρήκε γρήγορα τη λύση. Περνούσε κάθε μέρα από κει και τα ’ριχνε κανένα κοκαλάκι ή ό,τι περίσσευε απ’ το φαΐ του. Τα σκυλιά συνήθισαν την παρουσία του. Δεν ήταν απειλή για τα πρόβατα και έπαψαν να του δείχνουν τα δόντια τους. Είχανε κάνει μια σιωπηρή συμφωνία: εκείνος θα τα τάιζε, κι αυτά δεν θα τον πρόδιδαν με γαβγίσματα.
Όταν ήρθε η σειρά του, έτρεξε εκεί για να κρυφτεί.
*
Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα τον έβγαλαν απ’ το ωραίο του όνειρο. Είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα. Σηκώθηκε με κόπο ψάχνοντας τις παντόφλες του. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα; Ίσως κάποια γειτόνισσα να του φέρνει ένα πιάτο φαΐ.
Ζούσε μόνος στο παλιό πέτρινο πατρικό, σφηνωμένο ανάμεσα σε δυο γκρίζες πολυκατοικίες. Είχε αρνηθεί να το δώσει αντιπαροχή όταν του το ζήτησαν οι εργολάβοι. Δεν του πήγαινε η καρδιά να το δει γκρεμισμένο. Παιδιά δεν είχε για να τ’ αφήσει κληρονομιά και η γυναίκα του έφυγε νωρίς προδομένη απ’ την καρδιά της. Οι φίλοι του, κι αυτοί, όλοι πεθαμένοι. Ξεχασμένος από Θεό κι ανθρώπους περίμενε υπομονετικά το τέλος. Υπήρξε τίμιος ο κυρ Νικολής αν και λίγο αφελής. Έβαλε συνέταιρο στο μικρό χαρτοπωλείο κι αυτός του το ‘φαγε με κάτι κόλπα λογιστικά. Τ’ αδέλφια του νοιάζονταν γι’ αυτόν μέχρι να τον πείσουν να τους δώσει τα οικόπεδα και μετά εξαφανίστηκαν απ’ τη ζωή του. Μετακόμισαν σ’ άλλες πολιτείες. Κατάφερε μόνο να κρατήσει το ετοιμόρροπο πατρικό.
Έριξε μια ρόμπα στην πλάτη και σέρνοντας τα πονεμένα πόδια του μισάνοιξε την πόρτα. Ένα τσούρμο παιδιά μασκαρεμένα του κάνανε νοήματα να τ’ αφήσει να μπουν μέσα. Ήταν Απόκριες. Το έθιμο όριζε να τ’ αφήσει να περάσουν. Αυτός θα ‘πρεπε να βρει ποιος είναι ποιος με γέλια και ξεκαρδίσματα. Μετά θα τα κερνούσε κάτι τις και θα εύχονταν καλή αποκριά!
Χαμογέλασε. «Είστε να κάνουμε μια συμφωνία; Αν βγάλετε τις μάσκες θα σας ανταμείψω καλά. Θα σας τρατάρω καραμέλες, λουκούμια, σοκολάτες κι ό, τι άλλο τραβά η όρεξή σας. Είμαι γέρος πια. Δεν έχω κουράγιο να παίξω το παιχνίδι. Βαρέθηκα τους μασκαράδες! Τι λέτε; Σύμφωνοι;»
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν αμήχανα. Πετάχτηκε τότε ένας μικρούλης ντυμένος χάρος με δρεπάνι. «Τι λες παππού! Το παιχνίδι δεν παίζεται έτσι. Να τις φας μόνος σου τις καραμέλες! Κάνει νόημα στους άλλους. «Πάμε να φύγουμε! Ο παππούς δεν σέβεται τους κανόνες». Κάνανε μεταβολή και χάθηκαν στο σκοτάδι χαχανίζοντας.
Έκλεισε την πόρτα με βαριά καρδιά και σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Μα τι τον έπιασε και ζήτησε απ’ τα παιδιά να ανατρέψουν τους κανόνες. Μια πνοή ζωής και χαράς του χτύπησε την πόρτα και κείνος αντί να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά την απόδιωξε. Ακούς εκεί να τους ζητήσει να βγάλουν τις μάσκες! Έπρεπε να κοπιάσει, να ψάξει, να μαντέψει ποιος κρύβεται πίσω από την κάθε μάσκα. Είχε δίκιο ο μικρός. «Το παιχνίδι δεν παίζεται έτσι».
Τα βλέφαρά του έκλεισαν και γλίστρησε ξανά στ’ όνειρό του…
*
Λαχανιασμένος απ’ το τρέξιμο έφτασε στην κουφάλα και κουλουριάστηκε μέσα της. Από μακριά ακούγονταν οι φωνές των φίλων του. «Νικολή, βγες! Παραδινόμαστε! Είσαι νικητής!» Τα σκυλιά αλυχτούσαν. Ο Νικολής σηκώθηκε, τίναξε τα χώματα και τα φύλλα από τα ρούχα του και κίνησε χαρούμενος να βρει τους φίλους του. Ήρθε η ώρα να τους φανερώσει την κρυψώνα του.
*Η Μαρίκα Φωτιάδου είναι φιλόλογος στη Δημόσιο σχολείο
Ο «Ενεργός Πολίτης», στην προσπάθειά του να καλύψει ένα τοπικό «πολιτιστικό κενό», ανοίγει μια επιφυλλίδα με το όνομα «Λογοτεχνικές Ανάσες», στην οποία δίνει βήμα σε επίδοξους (κυρίως), αλλά και φτασμένους Τρικαλινούς – κατά προτίμηση – λογοτέχνες να παρουσιάσουν έργα τους. Στόχος η παροχή κινήτρων και η παρακίνηση για τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Η θεματολογία είναι ελεύθερη. Το κάθε μικροδιήγημα δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 500 λέξεις και πρέπει να έχει τίτλο. Τα κείμενα αποστέλλονται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση nikolakisman@gmail.com αναφέροντας την ιδιότητα-επάγγελμα του συγγραφέα και επισυνάπτοντας (προαιρετικά) μια φωτογραφία πορτρέτο.
Την επιμέλεια της λογοτεχνικής επιφυλλίδας έχει ο Νίκος Μάντζιος, μαθηματικός, ειδικός παιδαγωγός, συγγραφέας και δάσκαλος της δημιουργικής γραφής.