Του Χρήστου Κοντού
Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν την άποψη αυτή υποκειμενική γιατί αισθάνομαι ένας από αυτές τις χιλιάδες αγροτών που είναι στους δρόμους…
Ίσως γιατί μεγάλωσα έτσι, γιατί όλες οι παιδικές και εφηβικές αναφορές μου ήταν στα χωράφια, γιατί η μυρουδιά κάθε φορά που βρέχει και μου αναστατώνει τα σωθικά, είναι το ανακάτεμα του νερού με του χώματος, αυτό το… πιτσιλί, αυτή η χωματίλα που μου θυμίζει πως τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν τα σχήματα που έδινα στην λάσπη… Και μετά τις ατέλειωτες ώρες στα χωράφια, όπου από την ώρα που έμπαινε το αλέτρι στο χώμα, την ώρα που ο σπόρος του βαμβακιού άρχιζε να αποκτά ζωή, μέχρι την ώρα της συγκομιδής.
Όλα ήταν συνυφασμένα με τα χωράφια, ακόμη και οι έρωτες μας, γιατί περνάγαμε με τα ποδήλατα ή με τα μηχανάκια από όπου έσκαβαν ή μάζευαν βαμβάκι με τα χέρια οι κοπελιές μας, απλά να τις δούμε και να μας δουν…
Ήταν όλα τα καλοκαίρια εκείνα που μικροί περιμέναμε μέχρι το σούρουπο τους κατάκοπους γονείς μας να γυρίσουν για να προλάβουμε έστω και μια αγκαλιά τους πριν μας πάρει ο Μορφέας, αφού θα τους ξαναβλέπαμε το άλλο βράδυ μιας και το χάραμα που κίναγαν για δουλειά, εμείς κοιμόμαστε.
Πως να ξεχάσεις την αγωνία και το πένθος του χωριού αν Ιούνιο ή Ιούλιο μήνα τα μαύρα σύννεφα σκέπαζαν το χωριό και τα χωράφια όπου η φύση ξεσπούσε πάνω τους με χαλάζι, έκανε ουρανό και γη ένα, κάνοντας τα καταπράσινα χωράφια καφέ.
Στα σπίτια μας, ούτε τους συγγενείς που χάναμε δεν έκλαιγαν έτσι… Κι αλήθεια πως θα βγει ο χειμώνας, με το ανύπαρκτο κράτος;
Κι όμως αυτοί δεν γονάτιζαν, την άλλη μέρα ήταν εκεί, στο χωράφι, να σώσουν έστω και την μια ρίζα που θα γινόταν καρπός με τον οποίο θα μεγάλωναν την οικογένεια.
Και μας μεγάλωσαν και μας σπούδασαν. Με λίγα στρέμματα γης, χωρίς οποκεπεδες, χωρίς φραπέδες και χασάπηδες. Χωρίς τζόκερ και λαχεία.
Γιατί οι αγρότες του χθες και του σήμερα αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα απ’ όλα είναι να παράγουν, γιατί ήταν και είναι άνθρωποι του μόχθου σε μια επιχείρηση όπου πέραν του κακού και κλέφτη – κράτους, έχουν να παλέψουν και με τα στοιχειά της φύσης, που τα τελευταία χρόνο γίνονται περισσότερο και θεριεύουν ακόμη πιο πολύ…
Γιατί βλέπουν τους μεσάζοντες με τις ευλογίες της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη (και των προκατόχων του) και τα καρτέλ να τους πίνουν το αίμα και τον ιδρώτα που σκουπίζουν με το μανίκι τα καλοκαίρια, όπου πλέον η θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 42 βαθμούς.
Γιατί μέχρι και πριν λίγα χρόνια ήταν νοικοκυραίοι και τώρα ντρέπονται να γυρίσουν σπίτι να κοιτάξουν στα μάτια τα παιδιά τους όταν τους ζητάνε ακόμη και τα αυτονόητα, γιατί αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν μην τυχόν πετύχουν στον δρόμο τον γεωπόνο ή τον όποιο προμηθευτή τους στον οποίο χρωστάνε…
ΓΙΑΤΙ η κυβέρνηση τούτη έσπειρε σε όλο τον τόπο λαμόγια…
ΓΙΑΤΙ την μόνη παραγωγή που στήριξε στα χωράφια ήταν αυτή των φωτοβολταϊκών των κολλητών της
ΓΙΑΤΙ τους πνίγει η απέραντη αυτή ΑΔΙΚΙΑ
ΓΙΑΤΙ αυτοί μας ταΐζουν κι όχι εμείς
Γι’ αυτό ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ