Όταν γράφω, βάζω τα γιορτινά μου ρούχα, τα καλά μου. Στέκομαι μπροστά στο γραπτό μου καθαρός, λουσμένος και χτενισμένος. Επίσημος. Γιατί όταν γράφω είναι πάντα Κυριακή, είναι γιορτή, και είναι ατόπημα – σχεδόν αμαρτία – να εμφανίζομαι ατημέλητος και προχειροντυμένος. Θέλω να έχω την καλύτερη εμφάνιση όταν βάζω τις λέξεις στο χαρτί. Καλύτερη απ’ αυτή όταν μιλάω. Προβάλλω τον ιδανικό μου εαυτό, ένα υπερεγώ το οποίο είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσω στην καθημερινότητά μου. Γίνομαι όμορφος για να γράψω, και γράφοντας ομορφαίνω. Αν η μεταμόρφωση που συντελείται γράφοντας είναι πετυχημένη, καταλήγω – ματαιόδοξα – να πιστέψω κι εγώ ο ίδιος στον ρόλο που υποδύομαι, στον «μύθο» μου. Γράφω για να είμαι αρεστός, για να με αγαπούν, έλεγε ο Ζαν Ζενέ. Γράφω για να γίνω καλύτερος άνθρωπος, λέει ο αγνός θιασώτης της γραφής.
Στο ερώτημα: κατά τη διάρκεια ενός σεισμού ή μιας πυρκαγιάς, ποιον σώζεις πρώτα, έναν άνθρωπο ή ένα ανθρώπινο δημιούργημα, η απάντηση είναι αυτονόητη: τον άνθρωπο. Ναι, αλλά τι αξίζει να σωθεί απ’ την καταστροφή; ο εαυτός σου ή το έργο σου; Μα φυσικά το έργο σου γιατί αυτό αντιπροσωπεύει το καλύτερο «εγώ» σου. Τον ιδανικό σου εαυτό. Τον ασκητή που έχει «αγιοποιηθεί».