Σάββατο 02.11.2024 ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Τό Φῶς κόσμον παρέχει!

05.01.2024

(Γράφει η φιλόλογος Μαρία Αγναντή)

 

Μία ακαταμάχητη ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου είναι να απεικονίζει τελετουργικά όσα δυσκολεύεται να αποδεχθεί και να ερμηνεύσει. Να νιώσει έτσι μία ελπίδα, μια συγκαλυμμένη ανακούφιση καθώς κοιτά τον κύκλο της ζωής, όπως έκαναν και οι πρόγονοί του: προσβλέποντας στο Φως, ενώ γνωρίζει ότι το σκοτάδι είναι αναπόφευκτο.

Αυτή ακριβώς η ανθρώπινη ανάγκη υπηρετείται μέσα από ήθη και έθιμα. Και στη γιορτή των Φώτων το μήνυμα των εθίμων υπηρετείται μέσω των ηθών: είναι αυτό της άνθησης και της παρακμής, αυτή η μεταφορά της ζωής και του θανάτου, εντέλει αυτή η έξοδος από το σκοτάδι στο Φως και τανάπαλιν που διατρέχει πολλές κουλτούρες, θρησκείες και πολιτισμούς.

Βρισκόμαστε στον σκοτεινότερο ίσως μήνα του χρόνου, που η κλίση της γης επιτρέπει στον ήλιο και στις διαπεραστικές του αχτίδες μόνο λοξές ματιές στις Βόρειες καμπύλες της. Άνθρωποι και φύση αποφάσισαν χιλιάδες χρόνια τώρα να γεμίσουν Φως τις συνήθειές τους. Όσο να αναλάβει ο άξονας της γης μία κάπως πιο ορθόκορφη θέση απέναντι στον ήλιο, τα βασιλέματα και οι ανατολές γίνονται όλο και βαθυπόρφυρα. Οι άνθρωποι, χιλιάδες χρόνια τώρα, φοβούμενοι τούτο το παρατεταμένο επιδεινούμενο σκότος, ανάβουμε όσα φώτα και φωτιές μας βρίσκονται, προγραμματίζουμε και αδημονούμε για σχόλες, για να ανταμώνουμε συχνότερα και να μην περνάμε μονάχοι μας τις σκοτεινές νύχτες. Και έτσι βρίσκουμε προφάσεις που μετουσιώνουμε σε συνήθειες, έθιμα δηλαδή, να φωταγωγήσουμε τα σπίτια και τις πλατείες, να καλέσουμε τα όργανα να σπάσουν τη σιγαλιά της νύχτας. Όλο το Δωδεκαήμερο, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως την παραμονή των Φώτων, τα γλέντια μας γίνονται φασαριόζικα και φωτοχυμένα βάζοντας αφορμή τη μεγαλύτερη γιορτή, όπως και αν την έχουμε οι λαοί ονομάσει στο διάβα των χρόνων και των θρησκειών. Φωτιές ψηλές όσο δύο πατώματα ταϊσμένες από ξύλα τριζάτα, φωτιές που η σπίθα τους πετιέται σαν βεγγαλικό πλάι σε γλέντια χάλκινα ως το ξημέρωμα! Και οι άνθρωποι φορούμε τομάρια και κέρατα, για να ψηλώσουμε το μπόι μας παραπάνω από τα παγανά. Ζωνόμαστε κουδούνια, κυπροκούδουνα και τσοκάνια, για να μην ακούμε τις κραυγές των δαιμόνων και των παγανών θέλοντας με θόρυβο να τα διώξουμε από τις χαρές μας και παραγγέλνουμε στα όργανα ως το ξημέρωμα και στο πρώτο Φως να τα διώξει.

Αράπηδες, Μπούφοι, Γκιλίγκες  ή Νύφες, Μέριου ή Κουδουνοφόροι μερακλήδες, ως λέγονται, είναι οι πρωταγωνιστές και στο έθιμο «Καβούκι» ανήμερα των Φώτων στη γενέτειρά μου, το Ζάρκο. Κυρίαρχο στοιχείο ο (άναρχος) χορός, το κρασί και ή έκσταση, στοιχεία Διονυσιακά που με το πέρασμα των χρόνων και εξαιτίας της επιρροής του χριστιανισμού και των κατακτητών δεν παρέμειναν αμιγώς τέτοια αλλά άντεξαν μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά όπως το ευχετηριακό, η αποπομπή του κακού, η αναγέννηση της φύσης και της διάθεσης με συνοδεύουν ως μνήμη

-δίκην παραισθησιογόνου- παιδιόθεν!

Ας χαρούμε και να χαρούμε μέσω του άυλου αυτού πολιτισμικού φορτίου το αυθεντικό Φως, την ώρα που η υπόλοιπη εξευρωπαϊσμένη ήπειρος κινείται απλώς σε καταναλωτικές συνήθειες, σε φαντασμαγορικά λαμπιόνια καθώς και στους εντυπωσιακούς προβολείς πολυφορεμένων “Μύλων”…

[fbcomments]